παγκόσμιος

παγκόσμιος
-α, -ο (ΑΜ παγκόσμιος, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλο τον κόσμο
νεοελλ.
1. φρ. α) «παγκόσμια έλξη» — η ιδιότητα τών ουράνιων σωμάτων να ασκούν αμοιβαίως ελκτικές δυνάμεις οι οποίες τείνουν να προσεγγίσουν το ένα στο άλλο
β) «παγκόσμια οικονομία»
(οικον.) το σύνολο τών οικονομικών λειτουργιών όλων τών χωρών τής υφηλίου, που χαρακτηρίζονται από τη διεθνοποίηση τού εμπορίου, τη διεθνή κίνηση κεφαλαίων και προσώπων, τη διάδοση τών μέσων και τής τεχνολογίας παραγωγής, την εκτεταμένη συνεργασία μεταξύ τών εθνικών οικονομιών και τών κρατών
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλα τα έθνη και σε όλους τους λαούς τής Γης («παγκόσμιος πόλεμος»)
μσν.
ο υπερβολικά κόσμιος, ευπρεπής, σεμνός.
επίρρ...
παγκοσμίως και παγκόσμια (ΑΜ παγκοσμίως)
σε όλο τον κόσμο, οικουμενικά, πανανθρώπινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + κόσμος + κατάλ. -ιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παγκόσμιος — common to all the world masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκόσμιος — α, ο αυτός που ανήκει σε όλον τον κόσμο: Παγκόσμιος πόλεμος. – Παγκόσμια έλξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παγκόσμιος Ιστός — (World Wide Web ή WWW). Το WWW είναι η ταχύτερα επεκτεινόμενη υπηρεσία του Internet. Το γραφικό περιβάλλον και οι δυνατότητες σύνδεσης των πληροφοριών (hypertext τεχνική) που διαθέτει, την κατέστησαν τη δημοφιλέστερη από τις υπηρεσίες του… …   Dictionary of Greek

  • παγκοσμίως — παγκόσμιος common to all the world adverbial παγκόσμιος common to all the world masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκόσμιον — παγκόσμιος common to all the world masc/fem acc sg παγκόσμιος common to all the world neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκοσμίοις — παγκόσμιος common to all the world masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκοσμίου — παγκόσμιος common to all the world masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκοσμίους — παγκόσμιος common to all the world masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκοσμίων — παγκόσμιος common to all the world masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκοσμίῳ — παγκόσμιος common to all the world masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”